φωνή

φωνή
Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό σύστημα· είναι η πηγή των ήχων της φ. και ρυθμίζει το εύρος τους με ένα ειδικό νευρομυϊκό μηχανισμό. Για να γίνει κατανοητός ο μηχανισμός παραγωγής της φ., πρέπει να είναι γνωστή η εσωτερική δομή του λάρυγγα. Σε αυτόν βρίσκονται δύο πτυχές του βλεννογόνου: είναι οι φωνητικές χορδές, οι οποίες βρίσκονται μακριά η μία από την άλλη κατά την αναπνοή, ενώ κατά την παραγωγή των ήχων της φ. τεντώνονται και πλησιάζουν η μια την άλλη με ειδική συνεργία· 3) σύστημα αντηχείου· αποτελείται από τα όργανα που βρίσκονται επάνω από τον λάρυγγα, δηλαδή τον φάρυγγα, τη στοματική κοιλότητα και τις ρινικές κοιλότητες. Όσον αφορά τις παθολογικές μεταβολές της φ. μπορεί να παρατηρηθούν, για τοπικά ή γενικότερα αίτια, αλλοιώσεις της έντασής της και της χροιάς της. Οι κυριότερες από αυτές τις μεταβολές είναι: η αφωνία, η βραχνάδα, η ρινολαλία κ.ά.
* * *
η, ΝΜΑ
1. ο ήχος που παράγεται από τον λάρυγγα και τη στοματική κοιλότητα ανθρώπων και ζώων, λαλιά
2. κραυγή (α. «έβγαλε μια φωνή, που μέ κούφανε» β. «ὑπὸ δέους... ἔρρηξε φωνήν», Ηρόδ.)
3. αναφώνηση, ξεφωνητό, οχλοβοή (α. «τί φωνές και κακό είναι αυτό;» β. «ἤκουσα ὡς φωνὴν ὄχλου πολλοῦ», ΚΔ)
4. (ιδίως στην ποίηση) ήχος αψύχων (α. «η φωνή τού δάσους» β. «φωνὴ ὑδάτων», ΚΔ)
5. η γλώσσα (α. «η ελληνική φωνή» β. «τῶν βαρβάρων πρὶν μαθεῖν τὴν φωνήν», Πλάτ.)
6. φρ. «με μια φωνή» και «μιᾷ φωνῇ» — ομόφωνα
7. παροιμ. φρ. (στην ΠΔ) «φωνῇ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ» — λέγεται σε περιπτώσεις κατά τις οποίες μια σωστή υπόδειξη αντιμετωπίζεται με αδιαφορία
νεοελλ.
1. φυσιολ. η ικανότητα εκπομπής ήχων κατά την ομιλία, αλλά και το σύνολο τών ήχων που παράγονται από τις περιοδικές δονήσεις τών φωνητικών χορδών τού λάρυγγα
2. μουσ. α) η χρησιμοποίηση τού συστήματος παραγωγής ήχων τού ανθρώπου με σκοπό τη δημιουργία ενός μέλους
β) μέρος μιας μουσικής σύνθεσης («κύρια φωνή» — η φωνή τενόρο)
3. (σχετικά με μουσ. όργανο) μουσικός φθόγγος, νότα («από το ακορντεόν λείπουν δύο φωνές»)
4. τρόπος εκτέλεσης τραγουδιού (α. «πρώτη φωνή» β. «δεύτερη φωνή» γ. «τρίτη φωνή»)
5. γραμμ. γραμματική κατηγορία τού ρήματος η οποία εκφράζεται γλωσσικά με το καταληκτικό ρηματικό μόρφημα και καθορίζει την λειτουργική σχέση που υπάρχει μεταξύ ρήματος και υποκειμένου στα πλαίσια τής πρότασης (α. «ενεργητική φωνή» — η φωνή με την οποία δηλώνεται η ενέργεια τού υποκειμένου, λ.χ. κτίζω β. «παθητική φωνή» — η φωνή με την οποία δηλώνεται ότι το υποκείμενο πάσχει, δέχεται, υφίσταται την ενέργεια κάποιου άλλου, τού ποιητικού αιτίου, λ.χ. κτίζομαι
γ. «μέση φωνή» — η φωνή με την οποία δηλώνεται ότι το υποκείμενο είναι ταυτόχρονα πρόξενος και αποδέκτης μιας πράξης, λ.χ. κουρεύομαι)
6. φρ. α) «βάζω [ή μπήγω] τις φωνές» — φωνάζω με οργή για να επιπλήξω κάποιον, ξεφωνίζω ή καλώ σε βοήθεια
β) «η φωνή τού αίματος» — η ενδόμυχη παρόρμηση εκδίκησης για φόνο στενού συγγενή
γ) «βγάζω [μια] φωνή» — φωνάζω σε κάποιον που είναι μακριά να σταθεί
7. παροιμ. α) «φωνή λαού, οργή Θεού» — δηλώνει τη μεγάλη και αποτελεσματική δύναμη τής λαϊκής κινητοποίησης, στην οποία υποκύπτουν οι πάντες
β) «κατά φωνή κι ο γάιδαρος» — λέγεται για απροσδόκητη εμφάνιση ενός προσώπου την ώρα ακριβώς που γίνεται λόγος γι' αυτόν
μσν.
φρ. «ἀπὸ φωνῆς»
(συχνά σε κώδικες συγγραμμάτων) δηλώνει ότι το σύγγραμμα αποτελεί προϊόν υπαγόρευσης και όχι ιδιόχειρης εργασίας (Δουκάγγ.)
μσν.-αρχ.
1. λεκτική διατύπωση, δήλωση
2. ικανότητα για ομιλία
αρχ.
1. πολεμική ιαχή
2. (για πουλιά και, κυρίως, για αηδόνι) κελάηδημα, τραγούδι
3. α) κάθε έναρθρος ήχος («στοιχεῖόν ἐστι φωνὴ ἀδιαίρετος», Αριστοτ.)
β) (ειδικότερα) ο ήχος τών φωνηέντων, σε αντιδιαστολή προς τον ήχο τών συμφώνων
4. ρήση, ρητό («τὴν Σιμωνίδου φωνήν», Πλάτ.)
5. φήμη
6. διάλεκτος («κατὰ τὴν Ἀττικὴν τὴν παλαιὰν φωνήν», Πλάτ.)
7. λέξη
8. μήνυμα
9. στον πληθ. αἱ φωναί
οι παραλλαγές, οι τόνοι τής φωνής
10. (η δοτ. ως επίρρ.) φωνῇ
μεγαλοφώνως
11. παροιμ. α) «φωνῇ... ὁρῶ» — λεγόταν για τυφλό άνθρωπο (Σοφ.)
β) «πᾱσαν, τὸ λεγόμενον, φωνήν ἱέντα» — λεγόταν για κάποιον που έκανε χρήση οποιουδήποτε μέσου (Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φω-νή, κατά την επικρατέστερη άποψη, έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας *bhā- τού ρ. φημί* με επίθημα -νη (πρβλ. ποι-νή). Η άποψη ότι η λ. ανάγεται στην εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *ghwen- «αντηχώ» (πρβλ. αρχ. σλαβ. zvonŭ, ρωσ. zvon «ήχος») δεν θεωρείται ιδιαίτερα πιθανή.
ΠΑΡ. φωνίδα(-ίς)
αρχ.
φωνάριον, φωνήεις, φωνίον, φωνώ
αρχ.-μσν.
φωνικός, φώνος
μσν.
φωνάσκω
νεοελλ.
φωνάκλα, φωνάρα, φωναράς, φωναχτός, φωνίτσα, φωνούλα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) φωνασκώ
αρχ.
φωνοβόλος, φωνομαχώ
αρχ.-μσν.
φωνόμιμος
μσν.
φωνοκτυπώ, φωνολογώ
νεοελλ.
φωναγγειογράφημα, φωναγγειογραφία, φωναγωγός, φωνασθένεια, φωνενδοσκόπηση, φωνενδοσκοπία, φωνενδοσκόπιο, φωνενδοσκοπώ, φωνιατρική, φωνογραφία, φωνόγραφος, φωνοθήκη, φωνοκαρδιογραφία, φωνοκινητικός, φωνοκοπώ, φωνοληψία, φωνόλιθος, φωνολογία, φωνομετρία, φωνόμετρο, φωνομίμηση, φωνομοντάζ, φωνοπάθεια, φωνοσκόπιο, φωνοσπασμία, φωνοταινία, φωνοφοβία, φωνωδία. (Β' συνθετικό) αγριόφωνος, αλλόφωνος, ασύμφωνος, άφωνος, βαθύφωνος, βαρβαρόφωνος, γλυκύφωνος, γυναικόφωνος, δίφωνος, ετερόφωνος, εύφωνος, ημίφωνος, ισχνόφωνος, κακόφωνος, καλλίφωνος, λαμπρόφωνος, λαρυγγόφωνος, λεπτόφωνος, μακρόφωνος, μεγαλόφωνος, μονόφωνος, μυριόφωνος, ξενόφωνος, ομόφωνος, οξύφωνος, παράφωνος, ποικιλόφωνος, πολύφωνος, σύμφωνος, ταυτόφωνος, τραχύφωνος, τρίφωνος, υψηλόφωνος
αρχ.
αγλαόφωνος, αιολόφωνος, ακριτόφωνος, αντίφωνος, αρτίφωνος, αυτόφωνος, βαρύφωνος, δευτερόφωνος, διάφωνος, δύσφωνος, εικελόφωνος, έμφωνος, εναντιόφωνος, εννεάφωνος, επτάφωνος, ευρύφωνος, ηδύφωνος, ηερόφωνος, ημερόφωνος, θηλύφωνος, θρασύφωνος, ιμερόφωνος, ισχυρόφωνος, καινόφωνος, κερατόφωνος, κοιλόφωνος, λάφωνος, λιγυμακρόφωνος, λιγύφωνος, μαλακόφωνος, μαλθακόφωνος, ματαιόφωνος, μαψίφωνος, μελάμφωνος, μελλιχόφωνος, μικρόφωνος, ξηρόφωνος, ογκόφωνος, οικειόφωνος, οικτρόφωνος, ολιγόφωνος, ολόφωνος, πάμφωνος, παντόφωνος, παχύφωνος, στενόφωνος, στρηνόφωνος, ταχύφωνος, τραυλόφωνος, τρομαλεόφωνος, υπάφωνος, υστερόφωνος, υψόφωνος, φιλόφωνος, χαλκόφωνος, χαριτόφωνος
νεοελλ.
αηδονόφωνος, αλβανόφωνος, απειρόφωνος, αρρενόφωνος, βλαχόφωνος, βραχνόφωνος, βραχύφωνος, βροντόφωνος, γλυκόφωνος, ελληνόφωνος, ισόφωνος, λιγυρόφωνος, μεσόφωνος, οδοντόφωνος, οκτάφωνος, ομοιόφωνος, ουρανισκόφωνος, πεντάφωνος, ρινόφωνος, σλαβόφωνος, τετράφωνος, τουρκόφωνος, υψίφωνος, χαμηλόφωνος, χειλεόφωνος, χιλιόφωνος, χοντρόφωνος, χρυσόφωνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φωνή — sound fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωνή — η 1. οήχος που παράγεται από το λάρυγγα και τη στοματική κοιλότητα ανθρώπων και ζώων. 2. κραυγή, ξεφωνητό, αναφώνηση: Φωνήν τρόμου η Ελλάδα σέρνει (Δ. Σολωμός). 3. οχλοβοή: Ακούγονταν φωνές, κακό, χαλασμός κόσμου. 4. η φωνή που τραγουδάει, φωνή… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φωνῇ — φωνέω produce a sound pres subj mp 2nd sg φωνέω produce a sound pres ind mp 2nd sg φωνέω produce a sound pres subj act 3rd sg φωνή sound fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωνῆι — φωνῇ , φωνέω produce a sound pres subj mp 2nd sg φωνῇ , φωνέω produce a sound pres ind mp 2nd sg φωνῇ , φωνέω produce a sound pres subj act 3rd sg φωνῇ , φωνή sound fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωναῖς — φωνή sound fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωναῖσι — φωνή sound fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωναῖσιν — φωνή sound fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωναί — φωνή sound fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωνᾶς — φωνή sound fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωνᾷ — φωνή sound fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”